βιοπλανής

βιοπλανής
βιοπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα προς το ζην, ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -πλανής < πλανώμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιοπλανής — wandering to get one s living masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανεῖς — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem acc pl βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανές — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem voc sg βιοπλανής wandering to get one s living neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανέες — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανέεσσιν — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανέος — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοπλανῶν — βιοπλανής wandering to get one s living masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιόπλαγκτος — βιόπλαγκτος, ον (Α) ο βιοπλανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + (ρηματικό επίθ.) πλαγκτός < πλάζω «κάνω κάποιον να περιπλανιέται»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”